Κυστίτιδα – Λοιμώξεις Κατώτερου Ουροποιητικού

Κυστίτιδα – Λοιμώξεις Κατώτερου Ουροποιητικού Συστήματος

Κυστίτιδα (Λοιμώξεις Κατώτερου Ουροποιητικού Συστήματος)Η Κυστίτιδα (Λοιμώξεις Κατώτερου Ουροποιητικού Συστήματος) εκδηλώνεται σαν μία οξεία μη επιπλεγμένη λοίμωξη του κατώτερου ουροποιητικού. Πρόκειται για μία αρκετά κοινή κατάσταση που επηρεάζει κατά τα άλλα υγιείς γυναίκες. Περίπου το 10% των νέων, σεξουαλικά ενεργών, προεμμηνοπαυσιακών γυναικών θα βιώσουν μια λοίμωξη του ουροποιητικού κάθε χρόνο, ενώ το 60% όλων των γυναικών θα έχουν ένα ή περισσότερα από ένα τέτοιων επεισοδίων λοίμωξης κάποια στιγμή στην ζωή τους. Το 2% – 5% των γυναικών βιώνουν συχνές επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις για τουλάχιστον κάποιο χρονικό διάστημα.

Μετά από ένα πρώτο επεισόδιο κυστίτιδας, το 21% των γυναικών αναφέρουν ένα δεύτερο επεισόδιο λοίμωξης μέσα σε μόλις 6 μήνες. Μεταξύ των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών ηλικίας 55 – 75 ετών η συχνότητα εμφάνισης λοιμώξεων είναι 7 ανά 100 ασθενείς ανά έτος με το 7% αυτών των ασθενών να υποτροπιάζουν μέσα σε 24 μήνες. Τα συμπτώματα εμμένουν για ένα χρονικό διάστημα 5-6 ημερών, με το 63% αυτών να αναφέρουν διαταραχή στις καθημερινές δραστηριότητες τους. Ωστόσο, παρά τον μεγάλο αριθμό γυναικών που επηρεάζονται συμπεριλαμβανομένων αυτών με συχνές υποτροπές, δεν υπάρχει μακροχρόνια νοσηρότητα.

Οι οξείες μη επιπλεγμένες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος είναι ασυνήθιστες για υγιείς νέους άνδρες (λιγότερο από 0,1% ετησίως). Σαν παράγοντες κινδύνου για αυτούς τους άνδρες αναφέρονται η επαφή με μια γυναίκα με υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος και η πρωκτική επαφή.

Παθογένεια Κυστίτιδας

Λοιμώξεις Κατώτερου Ουροποιητικού – ΟυρολοίμωξηΗ οξεία μη επιπλεγμένη λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος είναι κυρίως μια ασθένεια των έξω-εντερικών παθογόνων της Escherichia Coli, που αναφέρονται επίσης και ως ουροπαθογόνα της E.Coli. Αυτοί οι μικροοργανισμοί απομονώνονται στο 80% – 85% των επεισοδίων της οξείας κυστίτιδας. Η μόλυνση των ούρων γίνεται από βακτηριακά στελέχη που προέρχονται συνήθως από την εντερική χλωρίδα και αφού αυτά αποικίσουν πρώτα τον κόλπο ή την περιοχή γύρω από την ουρήθρα (περιουρηθρικά). Παρά το γεγονός ότι ο αποικισμός της ουρήθρας με ένα πιθανό παθογόνο στέλεχος του ουροποιητικού συστήματος φαίνεται να είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη μόλυνση, οι περισσότερες γυναίκες με περιουρηθρικό αποικισμό δεν αναπτύσσουν στη συνέχεια κυστίτιδα.

Φαίνεται ότι ένα από τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για την προσβολή της ουροδόχου κύστης είναι η παραγωγή μιας πρωτεΐνης επιφανείας (FimH), που συνδέει τα ουροπαθογόνα με υποδοχείς που βρίσκονται στα ουροεπιθηλιακά κύτταρα. Αυτή η πρωτεΐνη επιφανείας , ωστόσο, είναι παρούσα στα περισσότερα στελέχη E.Coli, ανεξάρτητα από το αν αυτά προκαλούν ή όχι μόλυνση (μέσω της προσκόλλησης) επικαλύπτοντας έτσι τους παράγοντες που μπορούν να εμπλέκονται σε συμπτωματικές ή ασυμπτωματικές λοιμώξεις. Τα ουροπαθογόνα στελέχη της E.Coli συνήθως μεταδίδονται με την σεξουαλική επαφή μεταξύ των συντρόφων.

Ο σταφυλόκοκκος (S. Saprophyticus coagulase-αρνητικός), 2ος σε συχνότητα, είναι ένας μικροοργανισμός σχεδόν μοναδικός για την οξεία κυστίτιδα ο οποίος απομονώνεται σε ένα ποσοστό 5% – 10%. Οι μολύνσεις από σταφυλόκοκκο έχουν μια εποχιακή διακύμανση, οπότε και εμφανίζονται πιο συχνά στο τέλος του καλοκαιριού ή του φθινοπώρου. Άλλα εντεροβακτήρια όπως η Κlebsiella pneumoniae, απομονώνονται σε λιγότερο από το 5% των προεμμηνοπαυσιακών γυναικών (10% – 15% στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες). Άλλοι Gram-θετικοί οργανισμοί όπως ο εντερόκοκκος και ο στρεπτόκοκκος της Β ομάδας είναι ασυνήθιστα παθογόνα. Βακτήρια που συνδέονται με σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις, όπως το Ureoplasma urealyticum, η Gardnerella vaginalis και το Mycoplasma hominis μπορούν να απομονωθούν περιστασιακά στις καλλιέργειες ούρων.

Μη Επιπλεγμένες Ουρολοιμώξεις

Υποτροπιάζουσες ΟυρολοιμώξειςΟι οξείες μη επιπλεγμένες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος υποτροπιάζουν συχνά προσδίδοντας τα χαρακτηριστικά επαναλοιμώξεων. Σε ένα ποσοστό μεγαλύτερο από 30% των πρόωρων επαναλοιμώξεων (που υποτροπιάζουν δηλαδή σε ένα χρονικό διάστημα εντός των 30 ημερών από τη θεραπεία ενός επεισοδίου οξείας κυστίτιδας), ένα στέλεχος E.Coli παρόμοιο με το στέλεχος προ θεραπείας απομονώνεται. Πιθανότατα πρόκειται για αποτυχία της αντιμικροβιακής θεραπείας για την εξάλειψη των μικροοργανισμών που προέρχονται από το έντερο ή τον κόλπο. Μία εναλλακτική θεωρία που θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει αυτές τις επαναλοιμώξεις είναι η ενδοκυττάρια παρουσία αυτών των μικροοργανισμών στα ουροεπιθηλιακά κύτταρα της κύστης (reservoir).

Η οξεία μη επιπλεγμένη λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος είναι απότοκος i) τόσο της αλληλεπίδρασης ενός παθογόνου οργανισμού και της γενετικής προδιάθεσης του ασθενή όσο και ii) καταστάσεων συμπεριφοράς. Η έννοια της γενετικής προδιάθεσης υποστηρίζεται από δύο παρατηρήσεις: a) αυξημένη συχνότητα των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος σε πρώτου βαθμού συγγενείς (θηλυκού γένους) με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις και b) το γεγονός ότι η λοίμωξη σε μικρή ηλικία είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για τις υποτροπιάζουσες κυστίτιδες σε γυναίκες οποιαδήποτε ηλικίας. Ένα γενετικό χαρακτηριστικό που περιγράφεται είναι η μη έκκριση κάποιων αντιγονικών ομάδων αίματος του συστήματος ΑΒΗ.

Οι γυναίκες με υποτροπιάζουσες κυστίτιδες είναι τουλάχιστον τρεις φορές πιο πιθανό να μην εκκρίνουν αυτές τις αντιγονικές ομάδες (σε σχέση με αυτές που δεν εμφανίζουν αυτήν την κατάσταση), προάγοντας έτσι την έκφραση γλυκοσφιγγολιπιδίων επί των επιθηλιακών κυττάρων του κόλπου και πιθανότατα και του βλεννογόνου της ουρήθρας δεσμεύοντας τα ουροπαθογόνα (όπως η E.Coli) με μεγαλύτερη ευκολία.

Κυστίτιδα και Σεξουαλική Επαφή

ΚυστίτιδαΣτις προ-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των λοιμώξεων της κύστης και της σεξουαλικής επαφής. Η σεξουαλική συμπεριφορά / επαφή στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας αποτελεί σύνηθες κριτήριο για τις λοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού αφού η συσχέτιση μεταξύ της επαφής και της λοίμωξης ανέρχεται σε ποσοστό 80%. Η σεξουαλική επαφή φαίνεται λοιπόν να διευκολύνει την μεταφορά μικροοργανισμών από την περιοχή του κόλπου ή / και περιουρηθρικά στον βλεννογόνο της ουροδόχου κύστης.

Η χρήση σπερματοκτόνων, ως μέθοδος αντισύλληψης, είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για την οξεία κυστίτιδα στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Η πιθανότητα υποτροπής είναι τουλάχιστον δύο φορές υψηλότερη στις γυναίκες που χρησιμοποιούν τα σπερματοκτόνα (σε σχέση με τις γυναίκες που δεν κάνουν χρήση), λόγω διαταραχής του όξινου pH (και μετατροπή του σε αλκαλικό) του κόλπου και επομένως διαταραχή της φυσιολογικής χλωρίδας (βακτηριογόνος δράση). Με την απουσία αυτών των βακτηρίων (και το αλκαλικό pH) διευκολύνεται ο αποικισμός από τα ουροπαθογόνα όπως η Ε.Coli.

Κυστιτιδα και Σεξουαλική ΕπαφήΜελέτες σε ασθενείς έχουν επανειλημμένα αποδείξει ότι καταστάσεις / συμπεριφορές όπως το είδος των εσωρούχων, η ούρηση μετά την σεξουαλική επαφή, η συχνότητα της ούρησης, οι διάφορες πρακτικές υγιεινής του περινέου, οι πλύσεις του κόλπου ή η χρήση ταμπόν δεν σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για κυστίτιδες. Αυτό που ξεχωρίζει είναι η παρουσία ουρολοιμώξεων από το ατομικό αναμνηστικό σε μικρή ηλικία και αποτελεί ίσως την πιο τρανταχτή απόδειξη για τις υποτροπιάζουσες κυστίτιδες στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Η σεξουαλική επαφή δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα για αυτές τις υποτροπές και ίσως η ανεπάρκεια οιστρογόνων να παίζει κάποιο ρόλο στις υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος σε αυτές τις γυναίκες (μετεμμηνοπαυσιακές) μέσω διαταραχής στην χλωρίδα του κόλπου (αντικατάσταση των γαλακτοβακίλλων από πιθανά ουροπαθογόνα). Ωστόσο, η χρήση οιστρογόνων τοπικά ή εκ του στόματος δεν μείωσαν την συχνότητα υποτροπών και αυτό ανεξάρτητα από την αποκατάσταση της χλωρίδας και του όξινου pH του κόλπου.

Κλινική Εικόνα Κυστίτιδας

Διάγνωση Κυστίτιδας - ΟυρολοίμωξηςΓια πολλές γυναίκες, η εξέλιξη της οξείας μη επιπλεγμένης κυστίτιδας είναι η αυτόματη ύφεση τόσο κλινικά όσο και εργαστηριακά μέσα σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες. Η κλασική κλινική εικόνα της συμπτωματικής λοίμωξης του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος είναι η αιφνίδια έναρξη ενός ή περισσότερων συμπτωμάτων της ουροδόχου κύστης, όπως συχνουρία, δυσουρία, στραγγουρία, «βάρος» ή τάση στην περιοχή της ουροδόχου κύστης, μακροσκοπική αιματουρία. Πυρετός (ενίοτε με ρίγος) και αίσθημα κακουχίας μπορούν να συνοδεύουν ασθενείς με κυστίτιδα, αν και πιο συχνά συνδέονται με λοιμώξεις του ανώτερου ουροποιητικού.

Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα , καντιντίασεις του κόλπου ή του αιδοίου και μη μικροβιακές καταστάσεις (όπως η άτυπη κυστίτιδα). Ο συνδυασμός των δυσουρικών ενοχλημάτων και της απουσίας των κολπικών εκκρίσεων ή του πόνου, έχει μια θετική προγνωστική αξία για την οξεία κυστίτιδα μεγαλύτερη από 90%. Επιπλέον οι γυναίκες που εμφανίζουν υποτροπιάζουσες λοιμώξεις με βάση τα συμπτώματα θέτουν από μόνες τους και με ακρίβεια την διάγνωση σε ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 90%.

Εργαστηριακός Έλεγχος Κυστίτιδας

ΟυρολοίμωξηΗ καλλιέργεια ούρων δεν συνιστάται συνήθως για τις γυναίκες με κλινική εικόνα οξείας μη επιπλεγμένης κυστίτιδας και περιορίζεται συνήθως σε περιπτώσεις όπου η κλινική εικόνα δεν θέτει την διάγνωση από μόνη της ή όταν η ανταπόκριση της εμπειρικής αντιμικροβιακής θεραπείας δεν είναι η αναμενόμενη. Πολλές φορές τα αποτελέσματα της καλλιέργειας ούρων δεν είναι διαθέσιμα μέχρι την ολοκλήρωση της θεραπείας, ή ακόμα σε ένα ποσοστό 30% των γυναικών με οξεία κυστίτιδα το μικροβιακό φορτίο είναι μικρότερο από 100.000 CFU / mL καθιστώντας έτσι προβληματική την ερμηνεία της καλλιέργειας ούρων. Στην πραγματικότητα, οι καλλιέργειες ούρων είναι αρνητικές στο 10% των γυναικών με χαρακτηριστική κλινική εικόνα λοίμωξης, ωστόσο αυτές οι γυναίκες έχουν μια κλινική ανταπόκριση στη αντιμικροβιακή θεραπεία παρόμοια με εκείνη των γυναικών με θετικές ουροκαλλιέργειες.

Σε ασθενείς που έχουν χαμηλό αριθμό μικροοργανισμών στην καλλιέργεια ούρων πιθανότατα να πρόκειται για ουρηθρίτιδα, παρά κυστίτιδα. Ωστόσο, τόσο η συχνουρία όσο και η αυξημένη πρόσληψη υγρών που παρατηρείται στις ασθενείς με οξεία κυστίτιδα, ο περιορισμένος χρόνος παραμονής των ούρων στην ουροδόχο κύστη πιθανώς να εξηγεί τον χαμηλό αριθμό μικροοργανισμών στην καλλιέργεια ούρων (ή ακόμα και ένα ψευδές αρνητικό αποτέλεσμα).

stick ούρων

Ωστόσο όταν η κλινική εικόνα δεν είναι χαρακτηριστική, όταν δεν υπάρχει ανταπόκριση στην εμπειρική θεραπεία ή όταν υπάρχει υποτροπή σε μικρό χρονικό διάστημα (<30 ημέρες) μετά την θεραπεία (ανθεκτικός οργανισμός;) ένα δείγμα ούρων για καλλιέργεια θα πρέπει να δίνετε γιατί μπορεί να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει τη διάγνωση της ουρολοίμωξης. Η παρουσία πυουρίας (λευκών αιμοσφαιρίων), που προσδιορίζεται από την γενική ούρων είναι σύνηθες εύρημα της οξείας κυστίτιδας. Η απουσία της είναι ενδεικτική μιας εναλλακτικής διάγνωσης, αλλά δεν αποκλείει την λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος στις γυναίκες με χαρακτηριστική κλινική εικόνα.

Η παρουσία νιτρωδών στο stick ούρων μας επιβεβαιώνει την παρουσία βακτηρίων και το αποτέλεσμα της καλλιέργειας ούρων είναι συνήθως θετικό. Ψευδώς αρνητικό τεστ για τα νιτρώδη μπορεί να υπάρξει, παρουσία μικροβίου, όταν αυτά δεν παράγουν νιτρικά (πχ. Enterococcus), ή όταν τα ούρα δεν έχουν διατηρηθεί στην κύστη για επαρκή χρόνο που να επιτρέπει στα βακτήρια να μετατρέψουν τα νιτρικά σε νιτρώδη. Η παρουσία αίματος ή ουροχολινογόνου στα ούρα μπορεί επίσης να δώσει ένα ψευδώς θετικό αποτέλεσμα.

Θεραπεία Κυστίτιδας

Θεραπεία ΚυστίτιδαςΣε κλινικές μελέτες όπου ασθενείς κληθήκαν να λάβουν θεραπεία με αντιβιοτικά ή placebo (εικονικό) φάρμακο, το 28% – 54% των γυναικών που έλαβαν εικονικό φάρμακο ήταν ασυμπτωματικές ύστερα από 7 ημέρες ενώ το 45% αυτών είχε αρνητικοποιήσει την καλλιέργεια ούρων μετά από 6 εβδομάδες. Ωστόσο η αντιμικροβιακή θεραπεία σχετίστηκε με σημαντικά μικρότερη διάρκεια των συμπτωμάτων. Το ποσοστό θεραπείας ήταν 77% με την νιτροφουραντοϊνη (54% με το εικονικό φάρμακο) στις 3 ημέρες, και 88% με 52% αντίστοιχα, στις 7 ημέρες. Μετά την έναρξη της αντιμικροβιακής θεραπείας, το 54% των γυναικών ανέφεραν βελτίωση των συμπτωμάτων άμεσα από τις πρώτες 6 ώρες, ενώ μετά τις 24 ώρες το 87% ανέφεραν ύφεση των συμπτωμάτων και 91% στις 48 ώρες.

Πολλά είναι τα αντιβιοτικά σχήματα που είναι αποτελεσματικά για την θεραπεία της οξείας κυστίτιδας. Τα αναμενόμενα ποσοστά ίασης για της πρώτης γραμμής εμπειρικά σχήματα είναι 80% – 95%. Η τριμεθοπρίμη / σουλφαμεθοξαζόλη (TMP / SMX) υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματική, ως εμπειρική θεραπεία, για την οξεία κυστίτιδα για δεκαετίες και παραμένει ιδιαίτερα αποτελεσματική ενάντια στα ευαίσθητα στελέχη των μικροοργανισμών.

Αντιβιοτικά και κυστίτιδαΩστόσο, η αύξηση των ανθεκτικών στελεχών των ουροπαθογόνων της E.Coli στην TMP / SMX θέτει σε μερική αμφισβήτηση την χρήση αυτών των αντιβιοτικών ως πρώτης γραμμής εμπειρική θεραπεία. Μερικά αντιβιοτικά όπως η νιτροφουραντοίνη έχουν ενδείξεις για την κυστίτιδα με περιορισμένη ανθεκτικότητα να έχει παρατηρηθεί στην κοινότητα των ουροπαθογόνων. Οι φθοριοκινολόνες (νορφλοξασίνη, σιπροφλοξασίνη και λεβοφλοξασίνη) δεν συνιστώνται γενικά ως θεραπεία πρώτης γραμμής λόγω των ανησυχιών ότι η εκτεταμένη χρήση θα οδηγήσει στην εμφάνιση ανθεκτικών στελεχών. Επιπλέον φθοριοκινολόνες με περιορισμένη νεφρική απέκκριση, όπως η μοξιφλοξασίνη, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος. Οι β-λακτάμες (αμοξυκιλλίνη, αμοξυκιλλίνη-κλαβουλανικό οξύ, κεφαλοσπορίνες), αναφέρεται ότι είναι 10% έως 15% λιγότερο αποτελεσματικές από τα σχήματα πρώτης γραμμής. Αυτά τα σχήματα είναι χρήσιμα, ωστόσο, για τις εγκύους επειδή είναι ασφαλή για το έμβρυο.

Διάρκεια Θεραπείας στη Κυστίτιδα

Διάρκεια θεραπείας στη ΚυστίτιδαΓια να περιορισθούν οι ανεπιθύμητες ενέργειες , το κόστος και η αντίσταση κατά των αντιβιοτικών θα πρέπει να συνταγογραφείται η μικρότερη δυνατή διάρκεια της αντιμικροβιακής θεραπείας. Για TMP / SMX και τις φθοριοκινολόνες, 3 ημέρες είναι η βέλτιστη διάρκεια της θεραπείας. Η διάρκεια θεραπείας για την νιτροφουραντοϊνη είναι 5 ημέρες. Για την φαρμακευτική αγωγή με β-λακτάμες, η διάρκεια θεραπείας είναι 7 ημέρες. Η φωσφομυκίνη χορηγείται ως εφάπαξ δόση, αφού η επανάληψη των δόσεων αυτού του φαρμάκου σχετίζεται με ανάπτυξη ανθεκτικών στελεχών. Η θεραπεία με μία δόση με άλλα αντιβιοτικά δεν ενδείκνυται λόγο μικρότερης αποτελεσματικότητας σε σχέση με τις θεραπείες πρώτης γραμμής (5% – 10% λιγότερο αποτελεσματικές).

Χημειοπροφύλαξη στις Υποτροπιάζουσες Ουρολοιμώξεις

Λόγω της ευρείας χρήσης των αντιβιοτικών απομονώνονται όλο και μεγαλύτερο ποσοστά ανθεκτικών στελεχών ουροπαθογόνων, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα τηςΑντίσταση στα αντιβιοτικά και ουρολοιμωξη εμπειρικής θεραπείας (αμπικιλλίνη, κεφαλοσπορίνη, TMP / SMX) αλλά και της θεραπείας με φθοριοκινολόνες. Η μη εκρίζωση του μικροβίου και η υποτροπή της λοίμωξης σχετίζεται συχνά με ανθεκτικά στελέχη και αντίσταση στα αντιβιοτικά. Σε στελέχη της E.Coli που παρουσιάζουν αντίσταση στις β-λακτάμες δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται η εμπειρική θεραπεία ως αγωγή πρώτης γραμμής αφού αυτά τα στελέχη είναι συνήθως ανθεκτικά και στην TMP / SMX και στις φθοριοκινολόνες. Η νιτροφουραντοϊνη και η αμοξυκιλλίνη / κλαβουλανικό παραμένουν ιδιαίτερα αποτελεσματικά φάρμακα για πολλά από αυτά τα στελέχη. Σε υποτροπιάζοντα επεισόδια κυστίτιδας ( > 2 επεισόδια σε 6 μήνες) συνίσταται χαμηλή δόση χημειοπροφύλαξης είτε καθημερινά είτε κάθε δεύτερη μέρα πριν την κατάκλιση ή μετά τη επαφή και για χρονικό διάστημα διάρκειας 6 – 12 μηνών.

Η χημειοπροφύλαξη έχει δείξει ότι μειώνει τις υποτροπές σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90% για το χρονικό διάστημα που λαμβάνεται. Ωστόσο,το 50% των γυναικών υποτροπιάζουν σε ένα διάστημα εντός 3 μηνών από τη διακοπή της θεραπείας. Σε αυτές τις γυναίκες η επανέναρξη της χημειοπροφύλαξης για ένα χρονικό διάστημα 2 ετών θα πρέπει να εξετασθεί. Η μόνη εφικτή παρέμβαση για την πρόληψη της υποτροπιάζουσας ουρολοίμωξης είναι η αποφυγή χρήσης σπερματοκτόνων.

Μη Αντιβιοτική Προφύλαξη

Urovaxom και κυστίτιδαΗ μη αντιβιοτική προφύλαξη, λόγω της ολοένα αυξανόμενης ανάπτυξης ανθεκτικών στελεχών και αντίστασης στα φάρμακα, λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια. Η προανθοκυανιδίνη, μια χημική ουσία που βρίσκεται σε υψηλή συγκέντρωση στα cranberry (βατόμουρα), έχει μια δόσο-εξαρτώμενη επίδραση στον αποικισμό και στην απομάκρυνση της E.Coli από τα επιθηλιακά κύτταρα της κύστης. Η ημερήσια πρόσληψη χυμού ή δισκίων cranberry  μειώνει τα επεισόδια επαναλαμβανόμενων κυστίτιδων κατά 30%. Επίσης το ασκορβικό οξύ (βιταμίνη C) συνιστάται συχνά ως ένα διατροφικό συμπλήρωμα που μπορεί να αποτρέψει τις υποτροπιάζουσες ανεπίπλεκτες ουρολοιμώξεις μέσω της όξυνσης και της βακτηριοστατικής της δράση στα ούρα. Η D-μαννόζη είναι ένα σάκχαρο με σημαντικό ρόλο στον ανθρώπινο μεταβολισμό, ειδικά στην γλυκοζυλίωση ορισμένων πρωτεϊνών. Ο μηχανισμός δράσης της γίνεται μέσω της αναστολής προσκόλλησης των βακτηρίων της E.Coli στα ουροεπιθηλιακά κύτταρα (μέσω της πρωτεΐνης επιφανείας FimH).

Χημειοπροφύλαξη στη ΚυστίτιδαΜια άλλη κατηγορία φαρμάκων είναι τα ανοσοτροποποιητικά φάρμακα ικανά να ενισχύσουν φυσικά το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού. Το Uro-Vaxom είναι ένα από αυτά τα φάρμακα χορηγούμενο εκ του στόματος, περιέχει ανοσογόνα κλάσματα τα οποία έχουν εξαχθεί από 18 διαφορετικά στελέχη του μικροβίου της E.Coli.  Τέλος ο ρόλος της υποκατάστασης οιστρογόνων στην πρόληψη της λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση είναι αμφιλεγόμενος. Η χρήση ενδοκολπικών υπόθετων οιστρογόνων ήταν αποτελεσματική (για τις υποτροπές) και ασφαλής, ενώ η από του στόματος χορήγηση σχετίσθηκε με παρενέργειες όπως η κολπική αιμόρροια και η ευαισθησία στο στήθος.

 

Θεραπεία Οξείας μη Επιπλεγμένης Κυστίτιδας

(για ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία)

Θεραπεία Πρώτης Γραμμής Θεραπεία Δεύτερης Γραμμής
TMP/SMX: 160/800 mg/12h/3 ημερες Ciprofloxacin: 250mg/12h/3 ημέρες ή 500mg/24h/3 ημέρες
Nitrofurantoin: 50 – 100 mg/6h/7 ημερες Norfloxacin: 400mg/12h/3 ημέρες
Levofloxacin: 500mg/24h/3 ημέρες
TMP: 100mg/12h/3 ημέρες
Amoxicillin: 500mg/8h/7 ημέρες
Amoxicillin/Clavulanic: 625mg/8h/7 ημέρες ή 1g/12h/7 ημέρες
Cefuroxime: 500mg/12h/7 ημέρες

 

Χημειοπροφυλακτικά σχήματα σε υποτροπιάζουσες κυστίτιδες

(αγωγή μεγάλου χρονικού διαστήματος, 6 έως 12 μήνες,

η οποία λαμβάνεται πριν την κατάκλιση)

Nitrofurantoin: 50-100mg/24h Norfloxacin: 200mg/48h
TMP/SMX: 40/200mg ανά 24h ή ανά 48h Ciprofloxacin: 125mg/24h
TMP: 100mg/24h

 

Εφάπαξ Δόση (μετά την σεξουαλική επαφή)

TMP/SMX: 80/400mg Norfloxacin: 200mg
Nitrofurantoin: 50-100mg Ciprofloxacin: 125mg
TMP: 100mg
Κυστίτιδα (Λοιμώξεις Κατώτερου Ουροποιητικού Συστήματος)
ctfΚυστίτιδα – Λοιμώξεις Κατώτερου Ουροποιητικού