Χρόνια Νεφρική Ανεπάρκεια και Αναιμία

Αυτή η διερεύνηση πρέπει να περιλαμβάνει την αξιολόγηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, τον αριθμό των δικτυοερυθροκυττάρων (ΔΕΚ), τον σίδηρο ορού, την σιδηροδεσμευτική ικανότητα του σιδήρου (TIBC), τον κορεσμό της τρανσφερίνης (TSAT), την φερριτίνη ορού και τέλος την δοκιμασία για αιμορραγία από το πεπτικό (Mayer κοπράνων).
Μιλάμε για ανεπάρκεια σιδήρου όταν το TSAT είναι <20% ή / και τα επίπεδα της φερριτίνης ορού είναι <100 ng/mL. Λόγω της αυξημένης ποσότητας σιδήρου που απαιτείται για την αιμοποίηση, πολλές φορές δεν δύναται αυτή να αναπληρωθεί από τις τροφές και μόνο. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητη η συμπλήρωση σιδηρού εκ του στόματος (200 – 400 mg/ημέρα). Για την καλύτερη απορρόφηση του από το έντερο ο σίδηρος θα πρέπει να λαμβάνεται χωρίς τροφή (1 ώρα πριν ή 2 ώρες μετά το γεύμα) ή άλλα φάρμακα. Εάν οι αποθήκες σιδήρου δεν βελτιώνονται μετά από 1-3 μήνες με από του στόματος θεραπεία, μπορεί να χρειαστεί ενδοφλέβια χορήγηση.
Χρόνια Νεφρική Ανεπάρκεια και Καρδιαγγειακά Συμβάματα
Ασθενείς με ΧΝΑ έχουν αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά επεισόδια (στεφανιαία νόσος, εγκεφαλικά επεισόδια, περιφερική αγγειοπάθεια, καρδιακή ανεπάρκεια). Τα καρδιαγγειακά επεισόδια είναι τα κύρια αίτια θανάτου ανεξάρτητα από το στάδιο της ΧΝΑ, αντιπροσωπεύοντας το 40-50% όλων των θανάτων. Τα περισσότερα άτομα που έχουν διαγνωστεί με Χρόνια Νεφρική Ανεπάρκεια (I έως IV) πεθαίνουν πριν αναπτύξουν νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου (V) και η αιτία θανάτου είναι πιθανό να σχετίζεται με τα καρδιαγγειακά επεισόδια. Παράγοντες κινδύνου αυτών των επεισοδίων περιλαμβάνουν την ηλικία, την υπέρταση, τις διαταραχές των λιπιδίων, τον Σακχαρώδη Διαβήτη, την έλλειψη σωματικής άσκησης, την αναιμία. Φαίνεται ότι η ελαχιστοποίηση αυτών των παραγόντων μπορεί να μειώσει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Χρόνια Νεφρική Ανεπάρκεια και Υπέρταση

Για τα στάδια I και II της ΧΝΑ, μπορεί να είναι ασφαλείς και αποτελεσματικές για την θεραπεία της υπέρτασης και την πρόληψη της εξέλιξης της καρδιαγγειακής νόσου. Ωστόσο, για τα στάδια III και IV της ΧΝΑ, περιλαμβάνουν μεγαλύτερες ποσότητες πρωτεΐνης και φωσφόρου από ό, τι συνιστάται. Επίσης, οι ασθενείς διατρέχουν δυνητικά μεγαλύτερο κίνδυνο υπερκαλιαιμίας λόγω της μειωμένης απέκκρισης του καλίου από τα ούρα (λόγω της νεφρικής βλάβης ή κάλιοσυντηρητικών αντί-υπερτασικών φαρμάκων). Οι δίαιτες αυτές περιλαμβάνουν περίπου 4500 mg/ημέρα καλίου, ποσότητα που είναι γενικά υψηλότερη από ό, τι συνιστάται για τα άτομα με ΧΝΑ σταδίου III ή IV.
Χρόνια Νεφρική Ανεπάρκεια και Νάτριο (αλάτι)

Χρόνια Νεφρική Ανεπάρκεια και Αντιυπερτασική Αγωγή

Αντίθετα, οι διυδροπυρινικοί αναστολείς φαίνεται να είναι λιγότερο αποτελεσματικοί σε λευκωματουρικές καταστάσεις. Επειδή η κατακράτηση υγρών είναι μία από τις κύριες αιτίες της υπέρτασης στην ΧΝΑ, πολύ συχνά θα χρειασθεί διουρητική αγωγή προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της αρτηριακής πίεσης.
Χρόνια Νεφρική Ανεπάρκεια και Δυσλιπιδαιμία

Ο επιπολασμός της δυσλιπιδαιμίας στην ΧΝΑ μπορεί να επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένου των αλλαγών της πρωτεϊνουρίας, του GFR, του υποσιτισμού, της διαιτητικής παρέμβασης ή των θεραπειών γενικότερα για την ΧΝΑ. Οι κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαχείριση των διαταραχών των λιπιδίων στην ΧΝΑ προτείνουν τον πιο συχνό έλεγχο, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, τουλάχιστον σε ετήσια βάση και ειδικότερα μετά από θεραπείες οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τα λιπίδια (όπως η διατροφή, τα φάρμακα για την μείωση των λιπιδίων ή ανοσοκατασταλτικά φάρμακα).
Το πρώτο βήμα της θεραπευτικής προσέγγισης περιλαμβάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής όπως στην διατροφή, την άσκηση, την μέτρια κατανάλωση αλκοόλ και την διακοπή του καπνίσματος. Η μείωση του βάρους σε παχύσαρκους ασθενείς με ΧΝΑ παραμένει ένα άγνωστο πεδίο. Πιθανότατα να είναι ασφαλής σε ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου Ι και ΙΙ. Στα στάδια ΙΙΙ και IV, επειδή ο κίνδυνος υποσιτισμού είναι υψηλός πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην διατροφή (θερμιδική / πρωτεϊνική πρόσληψη, μειωμένη πρόσληψη νατρίου / φωσφόρου). Για πολλούς νεφρολόγους η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί θεραπεία πρώτης γραμμής. Στόχος της φαρμακευτικής αγωγής είναι τα τριγλυκερίδια νηστείας να βρίσκονται κάτω από τα 150 mg/dL και της LDL λιγότερο από τα 100 mg/dL.